- ισόχρυσος
- ἰσόχρυσος, -ον (Α)1. αυτός που έχει αξία ίση με ίσο βάρος χρυσού2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόχρυσονονομασία αλοιφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -χρυσός (< χρυσός), πρβλ. ολιγό-χρυσος, ψευδό-χρυσος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσόχρυσος — like gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόχρυσον — ἰσόχρυσος like gold masc/fem acc sg ἰσόχρυσος like gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοχρύσου — ἰσόχρυσος like gold masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόχρυσοι — ἰσόχρυσος like gold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek